Φτάσαμε ως εδώ ...


 ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΤΟΥ ΧΑΣΑΝ

Ζούσε, μια φορά κι ένα καιρό, σ’ ένα όμορφο μικρό χωριουδάκι σε μια όαση της ερήμου, ένας μικρός άραβας που τον έλεγαν Χασάν. Ο Χασάν πήγαινε στη έκτη τάξη του δημοτικού και ήταν ο καλύτερος μαθητής του σχολείου. Ήταν τόσο καλός που όταν πήγε τον έλεγχο του (που τα είχε όλα δεκάρια) ο πατέρας του πετάχτηκε πάνω από τη χαρά του και του είπε: «Χασάν παιδί μου, με έκανες πολύ περήφανο. Πες μου τι θέλεις κι εγώ θα σου το πάρω.» Ο Χασάν ευχαρίστησε τον πατέρα του αλλά γνωρίζοντας την οικονομική τους κατάσταση είπε : «Ευχαριστώ πατέρα δεν χρειάζεται να μου υποσχεθείς κάτι που δεν θα μπορέσεις να κάνεις.» Ο πατέρας του όμως δεν άκουγε τίποτε. «Πες μου τι θέλεις κι εγώ θα σου το πάρω. Το αξίζεις.» Μετά από μεγάλη επιμονή του πατέρα του και σε μια τελευταία προσπάθεια να τον μεταπείσει (εξ’ αιτίας της μεγάλης αξίας του δώρου) του το ζήτησε : «Μια κίτρινη καμήλα!!!». Η μάνα του ξεστόμισε ξεψυχισμένα ένα «τι λες παιδάκι μου;…», ο μεγάλος αδελφός του άρχιζε να φωνάζει «Όλο αυτού του κάνετε τα χατίρια κι εμένα τίποτε…» και ο μικρότερος γκρίνιαζε ότι κι αυτός θέλει μια μπάλα. Όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον πατέρα που εκείνο το διάστημα τα έφερνε δύσκολα οικονομικά μιας και δεν είχε καταφέρει να πουλήσει ακόμη το κοπάδι του. Αυτός γύρισε και τους κοίταξε έναν ένα αρχίζοντας από την γυναίκα του που κάτι πήγε να πει αλλά την έκοψε με μια κίνηση του χεριού του. Μετά κοίταξε τον μεγάλο του γιό τόσο αυστηρά που ο πιτσιρικάς κάθισε με μιας στην καρέκλα του, όσο για τον Βενιαμίν της οικογενείας αυτός είχε ήδη λουφάξει στη δική του καρέκλα. Ύστερα γύρισε στον Χασάν και του είπε : «Την επόμενη φορά που θα έρθει ο καμηλιέρης στο χωριό θα σου πάρω μια κίτρινη καμήλα.» και κάθισε στην καρέκλα του σηκώνοντας το ποτήρι με το νερό που είχε μπροστά του και λέγοντας «Ινς Αλλάχ». Στο δωμάτιο έπεσε μια απόλυτη σιωπή. Η γυναίκα του δεν ήξερε τι να πει. Ήξερε τα οικονομικά τους και γνώριζε ότι η αγορά μιας καμήλας αυτή την εποχή θα τους έφερνε σε πολύ δύσκολή οικονομική θέση αλλά γνώριζε ταυτόχρονα ότι ο άνδρας της αφού το είχε υποσχεθεί δεν θα το έπαιρνε πίσω για κανένα λόγο. Αυτό ήταν κάτι που το ξέρανε όλοι στην οικογένεια γι’ αυτό και η δήλωση του πατέρα αποστόμωσε τα δύο αδέλφια του Χασάν, τον Ομέρ (τον μεγάλο) και τον Γιουσούφ (τον Βενιαμίν της οικογενείας). Από αυτή τη δύσκολη θέση τους έβγαλε όλους ο ίδιος ο Χασάν λέγοντας «Άσε πατέρα ξέρω σε τι κατάσταση βρισκόμαστε. Σ’ ευχαριστώ. Δεν πειράζει.» κι ο πατέρας του απάντησε «Χασάν παιδί μου εγώ μίλησα. Γιατί δεν ακούς τον πατέρα σου;». Ο Χασάν δεν ήθελε να τον στεναχωρήσει αλλά ταυτοχρόνως δεν ήθελε και να πιστέψει ένα τέτοιο άπιαστο όνειρο, μια δική του καμήλα (!!!!!) όχι δεν ήθελε να το πιστέψει γιατί αν το πίστευε και δεν γινόταν θα ήθελε να πεθάνει. Έτσι είπε στον πατέρα του : «Πατέρα μην επιμένεις γιατί αν το πιστέψω μετά θα πρέπει να το κάνεις κιόλας γιατί αλλιώς δεν ξέρω κι εγώ τι θα κάνω.» Ο πατέρας του γύρισε απότομα στην μάνα του Χασάν και της είπε σε έντονο τόνο : «Από πότε αμφισβητούνται αυτά που λέω στο σπίτι μου γυναίκα; Τι αγωγή δίνεις στα παιδιά μας; Γιατί γίνεται αυτή η συζήτηση;» και γυρίζοντας προς τον Χασάν είπε : «Μπορείς να την ονειρευτείς γιε μου την καμήλα σου, είπα πως θα στην πάρω και θα το κάνω. Στην υγειά μας τώρα. Έλα να σε αγκαλιάσω και πάντα να φροντίζεις να είσαι πρώτος.» Το τι έγινε δεν περιγράφεται… Ο Χασάν πετούσε από την χαρά του.. Δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ και την επομένη στο σχολείο αγκάλιαζε και φιλούσε όλο τον κόσμο. Οι φίλοι του παραξενεύτηκαν στην αρχή αλλά όταν έμαθαν το ευτυχές γεγονός άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και μετά έκαναν ουρά γύρω από τον Χασάν παρακαλώντας για μια βόλτα με την καμήλα αφού καμήλα για ένα παιδί του δημοτικού στο φτωχό χωριό τους (αλλά και για πολύ μεγαλύτερους) ήταν ένα άπιαστο όνειρο. Ακόμα και η Μάαχα (ο κρυφός και ανεκπλήρωτος έρωτας του Χασάν) ήρθε και του ζήτησε να την κάνει βόλτα. Φαντάσου να κρατούσε τον λόγο του ο πατέρας του και να την έπαιρνε την καμήλα ο Χασάν… Τι είχε να γίνει!!! 

Πέρασαν οι μέρες έτσι και μετά από κάνα-δυό εβδομάδες, ένα Σαββάτο πρωί, ο πατέρας του Χασάν ήταν στο καφενείο ένα πρωινό και έπαιζε τάβλι με τον κουνιάδο του, τον Οσμάν, έχανε κιόλας. Τότε ήταν που μπήκε ουρλιάζοντας ο Χασάν στο καφενείο : «Πατέρα, πατέρα σήκω, σήκω και τρέχα. Είναι ευκαιρία, είναι μοναδική ευκαιρία», ούρλιαζε. Ο πατέρας του και ο θείος του ξαφνιάστηκαν και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τίποτε άλλο, έτσι μπερδεμένα που τα έλεγε ο Χασάν εκτός από την λέξη ευκαιρία. Με τα πολλά τον ηρέμησαν λιγάκι και τότε ο Χασάν λαχανιασμένος τους είπε: «Έλα πατέρα μην αργείς, ήρθε ο καμηλιέρης στο χωριό και την καμήλα που θέλω, αυτή την κίτρινη και πανέμορφη καμήλα την έχει προσφορά!!! Από 15.000 που είναι η τιμή της την δίνει μόνο 5.000 και ΜΟΝΟ για σήμερα… Σήκω σου λέω θα χάσουμε την ευκαιρία….». Και λέγοντας αυτά τραβούσε κιόλας τον πατέρα από το χέρι να σηκωθεί. Αυτός όμως δεν έδειχνε καμιά τέτοια διάθεση. Αντιθέτως είπε στον θείο του Χασάν να συνεχίσουν παιχνίδι. «Παίξε», είπε στον Οσμάν και στον Χασάν του πέταξε ένα «καλά άσε με τώρα δεν βλέπεις ότι παίζω». Που να τον αφήσει όμως ο Χασάν που έβλεπε ήδη τον εαυτό του πάνω στην καμήλα να κόβει βόλτες στην έρημο. «Σήκω βρε πατέρα σου λέω θα την χάσουμε την ευκαιρία. Θα μας την πάρει άλλος την καμήλα». Αυτός όμως ήδη έριχνε τα ζάρια και δεν έδειχνε καθόλου πρόθυμος να σηκωθεί. Ο Χασάν τότε σταμάτησε να φωνάζει και είπε πιο ήρεμα στον πατέρα του. «Πατέρα δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω; Μήπως δεν θέλεις πια να μου πάρεις την καμήλα που μου υποσχέθηκες;» Ο πατέρας του γύρισε τότε και τον κοίταξε πολύ αυστηρά και του είπε: «Στην υποσχέθηκα την καμήλα και θα σου την πάρω. Άλλη φορά όμως. Τώρα παίζω και δεν πρόκειται να σταματήσω. Σταμάτα το λοιπόν τις φωνές και κάνε υπομονή» και γυρίζοντας στον Οσμάν, τον θείο του Χασάν είπε «άντε θα παίξεις καμιά φορά;». Τι ήταν να τα πει αυτά τα λόγια; Του Χασάν του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ο πατέρας του είχε πει ψέματα!! Ήταν κάτι παραπάνω από φανερό. ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΥ ΕΠΑΙΡΝΕ την καμήλα. Ήταν σίγουρος πια αφού άφηνε να χαθεί μια τέτοια ευκαιρία δεδομένης και της οικονομικής τους κατάστασης. Τρελάθηκε ο κακομοίρης ο Χασάν. Θόλωσε το μάτι του. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς και να ουρλιάζει «ΕΙΣΑΙ ΨΕΥΤΗΣ, μου είπες ψέματα. Δεν σε έχω πατέρα» και λέγοντας αυτά έφυγε τρέχοντας για το σπίτι του. Η μάνα του τρόμαξε έτσι που τον είδε, αλλά ποιος την λογαριάζει αυτή. Ο Χασάν βρόντηξε την πόρτα και κλειδώθηκε στο δωμάτιο του κλαίγοντας. Δεν ήθελε να δει κανένα. Δεν ήθελε να μιλήσει με κανένα. Δεν αγαπούσε κανένα και απ’ ό,τι φαινόταν και κανένας δεν τον αγαπούσε.

 Μάταια η μητέρα του χτυπούσε την πόρτα και προσπαθούσε να μάθει τι του συνέβη. Καμιά απάντηση. Μόνο κλάματα γοερά. Πως θα πήγαινε τώρα στο σχολείο; Τι θα έλεγε στους φίλους του; Και η Μάαχα; Έλπιζε ότι έτσι, με την καμήλα δηλαδή θα μπορούσε να την πάει μια βόλτα και να βρει το θάρρος να της πόσο την αγαπά, αλλά τώρα… Όχι, ζούσε έναν εφιάλτη. Θα ξυπνούσε και θα βρισκόταν καβάλα στην καμήλα. Δεν μπορεί, ο πατέρας του ό,τι λέει το κάνει, δεν μπορεί… Ο Χασάν δεν βγήκε ούτε το μεσημέρι που γύρισε ο πατέρας του και κάθισαν να φάνε, από το δωμάτιό του, ούτε και το βράδυ. Δεν βγήκε ούτε και την επομένη και ολόκληρη την άλλη εβδομάδα δεν πήγε ούτε στο σχολείο, από ντροπή και πείσμα. Η μάνα του έκλεγε όλη την μέρα αλλά ο πατέρας του ήταν σαφής «Κανείς δεν θα τον πειράξει. Αφήστε τον να κάνει ό,τι θέλει» είπε σε όλους και με ύφος που δεν σήκωνε πολλές συζητήσεις. Έτσι πέρασε μια βδομάδα κλεισμένος στο δωμάτιό του και μόνο μετά από κάνα-δυο μέρες δεχόταν τον δίσκο με το φαΐ που του πήγαινε η μάνα του. Το είχε πια αποφασίσει : Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΗΤΑΝ ΨΕΥΤΗΣ, ΤΟΝ ΚΟΡΟΪΔΕΨΕ. Δεν επρόκειτο ποτέ να του πάρει την καμήλα!!!. Μετά το τέλος της εβδομάδας και ύστερα από καθημερινά παρακάλια της μάνα, της γιαγιάς του και καμιά ντουζίνας θειάδων του, αποφάσισε να ξαναπάει στο σχολείο. Άλλος άνθρωπος όμως πια. Απλά πήγαινε στο σχολείο. Ούτε όρεξη για διάβασμα είχε, ούτε και για παρέες και φίλους ούτε καν στη Μάαχα δεν μιλούσε. Η μάνα του παρακαλούσε καθημερινά τον πατέρα του να τον πάνε σε κανένα γιατρό «Δεν είναι καλά το παιδί. Κάτι έχει. Να τον πάμε σε κανένα γιατρό» έλεγε και ξανάλεγε καθημερινά. Αλλά αυτή ποιος την δίνει σημασία… Πέρασαν έτσι οι μέρες και το γεγονός σχεδόν ξεχάστηκε. Είχε περάσει ένας ολόκληρος μήνας από τότε και η ζωή βρήκε τους κανονικούς της ρυθμούς. Ακόμα και ο Χασάν έμοιαζε να το ξέχασε. Διάβαζε τώρα και άρχισε να μιλάει με τα παιδιά στο σχολείο και με τ’ αδέλφια του, μιλούσε με όλο τον κόσμο εκτός από τον πατέρα του. ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΣΥΓΧΩΡΟΥΣΕ ΠΟΤΕ!!! Και τότε μια μέρα που ήταν στο σχολείο μέσα στην τάξη την ώρα του μαθήματος χτύπησε η πόρτα. «Ποιος είναι;» φώναξε η δασκάλα τους, η κυρία Αϊσέ. Η πόρτα άνοιξε και στο άνοιγμα της εμφανίστηκε ο πατέρας του Χασάν. «Καλημέρα σας κυρία Αϊσέ και με συγχωρείτε που διακόπτω το μάθημά σας», είπε και πριν προλάβει αυτή να του απαντήσει πρόσθεσε «θα μπορούσα να πάρω για λίγο τον γιό μου; Όχι για πολύ, για κανένα μισάωρο.». «Φυσικά, κύριε Μοχάμεντ», του απάντησε η δασκάλα και ταυτοχρόνως έγνεψε στον Χασάν να σηκωθεί και να φύγει. Ο Χασάν ήταν ήδη τρομαγμένος. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ. Κανένας γονιός δεν ερχόταν στο σχολείο και πολύ περισσότερο δεν διέκοπτε το μάθημα να πάρει το παιδί του εκτός και αν συνέβαινε κάτι πολύ σοβαρό. Κάτι λοιπόν πρέπει να είχε γίνει. Κάτι στο σπίτι τους φυσικά. Μόλις λοιπόν βρεθήκαν στο προαύλιο, ξεχνώντας ότι είχε αποφασίσει να μη ξαναμιλήσει στον πατέρα του, τον ρώτησε όλο αγωνία «Πατέρα, τι συμβαίνει; Όλοι στο σπίτι καλά. Η Μαμά;». Ο πατέρας του τον κοίταξε λιγάκι ξαφνιασμένος. Είχε κι αυτός συνηθίσει ότι ο γιός του δεν του μίλαγε και απάντησε : «Όλοι καλά γιε μου.» Η ανησυχία του Χασάν τότε μεγάλωσε. «Αλλά τότε τι συμβαίνει πατέρα», είπε όλο αγωνία. «Που πάμε; » συμπλήρωσε, βλέποντας ότι δεν πήγαιναν στο σπίτι αλλά προς την πλατεία. Ο πατέρας του απάντησε με ένα ξερό «Θα δεις» και τάχυνε το βήμα του. Έτσι με τον πατέρα μπροστά και τον Χασάν πίσω του έφτασαν μετά από λίγο στην πλατεία του χωριού, εκεί που γινόταν όλα τα σημαντικά γεγονότα, εκεί που άπλωναν την πραμάτεια τους οι πραματευτάδες που έφταναν στο χωριό τους για να πουλήσουν κάθε λογής πράγματα, εκεί που έδενε τις καμήλες του κι καμηλιέρης για να τις δει ο κόσμος και να αγοράσει. Ο Χασάν άρχισε να ζαλίζεται. Ακολουθούσε σαν υπνωτισμένος τον πατέρα του και έτσι έφτασαν μπροστά στον καμηλιέρη.

 

Τον έβγαλε από τον λήθαργο η φωνή του πατέρα του που του φάνηκε σαν την πιο γλυκιά μελωδία του κόσμου «Ποία είναι η καμήλα που σου αρέσει παιδί μου;». Σίγουρα ονειρευόταν!! Το πιο γλυκό όνειρο, το πιο άπιαστο. «Αυτή η κίτρινη», ψέλλισε ξέπνοα. Σαν σε όνειρο άκουσε τον πατέρα του να ρωτά τον καμηλιέρη : «Πόσα θέλεις γι’ αυτή την καμήλα;». Απ’ το όνειρο τον ξύπνησε η απάντηση του καμηλιέρη : «18.000». Όνειρο ήταν και πάει… Εδώ δεν του την πήρε όταν την είχε προσφορά ΜΟΝΟ 5.000, θα του την έπαιρνε τώρα που την ακρίβυνε κιόλας; Μπα αποκλείεται. Αυτό ήταν. Και τότε ως διά μαγείας είδε τον πατέρα να βάζει το χέρι του στην εσωτερική τσέπη της κελεμπίας του και να βγάζει ένα μάτσο χιλιάρικα. Μέτρησε αγόγγυστα 18.000 κολλαριστά χιλιάρικα στον καμηλιέρη και πήρε τα χάμουρα της καμήλας στα χέρια του δίνοντάς τα στον Χασάν. «Άντε παιδί μου να την πάμε στον στάβλο γιατί πρέπει να γυρίσεις και στο σχολείο» τον άκουσε να του λέει ενώ κρατούσε σφιχτά τα χάμουρα στα παιδικά του χέρια. Το ακολούθησε σαν υπνωτισμένος προς το σπίτι σέρνονταν πίσω του την πανέμορφη κίτρινη καμήλα που ακολούθησε πειθήνια τα νέα της αφεντικά. Αυτό που ζούσε ήταν απίθανο. Δεν μπορεί να συνέβαινε. Να δεις που σε λίγο θα τον ξύπναγε η φωνή της μάνας του για να πάει στο σχολείο. Στα μισά της διαδρομής ανακάλυψε ότι δεν ήταν όνειρο και σταμάτησε. Γύρισε στον πατέρα του και τον κοίταξε με απορία. Σταμάτησε κι αυτός και κοίταξε το γιό του. «Τι συμβαίνει παιδί μου;» ρώτησε ο πατέρας του. Ο Χασάν ήταν άφωνος. Μόλις βρήκε την φωνή του άκουσε τον εαυτό του να λέει : «Συγγνώμη πατέρα, πατέρας μου είσαι δηλαδή αλλά θα ήθελα σε ρωτήσω κάτι.» «Ναι παιδί μου τι θέλεις να με ρωτήσεις πες μου», του απάντησε αυτός. Και τότε το ξεστόμισε, δεν ήξερε κι αυτός που βρήκε το θάρρος και βγήκαν από το στόμα του αυτά τα λόγια αλλά το βρήκε. «Μήπως μωρέ πατέρα είσαι βλάκας; Γιατί τι άλλο μπορεί να είσαι που έχασες εκείνη τη μοναδική ευκαιρία να μου πάρεις την καμήλα με ΜΟΝΟ 5.000 και την πλήρωσες σήμερα 18.000. Σε ευχαριστώ δηλαδή, αλλά τι να πω, αυτό είναι πελώρια βλακεία. Να χάσεις τέτοια ευκαιρία!!!». Περίμενε να ζαλιστεί από το χαστούκι που θα έτρωγε αλλά αντί για αυτό ένιωσε το χέρι του πατέρα του να του χαϊδεύει το κεφάλι και άκουσε την φωνή του να του λέει : «Χασάν παιδί μου, ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΤΑΝ ΕΧΕΙΣ, ΟΤΑΝ ΔΕ ΕΧΕΙΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΥΚΑΙΡΙΑ. Όταν είχε την προσφορά ο καμηλιέρης εγώ δεν είχα λεφτά ούτε για τα απαραίτητα. Χτες όμως πούλησα το κοπάδι και σήμερα ήρθε η ώρα να εκπληρώσω την υπόσχεση που σου είχα δώσει. Όσο κι αν την πούλαγε την καμήλα θα σου την έπαιρνα και γιατί σου το είχα υποσχεθεί και γιατί το αξίζεις. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΝΑ ΤΙΣ ΠΛΗΡΩΣΕΙΣ» και λέγοντας αυτά συνέχισε τον δρόμο του προς τον στάβλο ακολουθούμενος από τον γιό του και την καμήλα. Το γιό του που τώρα ένιωθε όχι μόνο ντροπή για την συμπεριφορά του αλλά και θαυμασμό για τον σοφό πατέρα του…



Κοσμάς Μ. Χαρπαντίδης και

Μελίνα-Ελένη Χαρπαντίδου (2010)

 

This free website was made using Yola.

No HTML skills required. Build your website in minutes.

Go to www.yola.com and sign up today!

Make a free website with Yola