Φτάσαμε ως εδώ ...


 ήθελε να γίνει μάγκας

Γίνεται τώρα ρε φίλε να ‘χεις για όνομα αυτή τη γελοιότητα, « Ονούφριος Κοπραλατζάς», να μην έχεις κάνει όχι φυλακή, αλλά να μην έχεις πάρει ούτε ‘’καφεδάκι’’ σε αστυνομικό τμήμα, και να σε υπολογίζουν τα αλάνια για μάγκα, δεν γίνεται!

Δηλαδή για ποιο λόγο να σε υπολογίσει ο άλλος για μάγκα.

Για δυο ντουμάνια μαυράκι που πήρες, κι’ εκείνο κερασμένο! Όχι.

Για το ότι δεν άνοιξες ποτέ κανενός τη μύτη! Όχι.

Για το ότι δεν έκανες ποτέ κανένα κόλπο! Όχι.

Για το ότι δεν πήρες ποτέ από γυναίκα τίποτις άλλο εκτός από χυλόπιτα! Όχι. 

Για το ότι δεν έκανες ποτέ έμπα σε ουζάδικο, και να ‘ξηγηθείς δυο γύρες κέρασμα στ’ αλάνια: όχι.

Για το ότι δεν έσπασες τίποτα άλλο εκτός από δυο πιάτα στο σπίτι σου κι’ εκείνα την ώρα που τα έπλυνες! Όχι.

Αμ το μητρώο! Πιο καθαρό κι’ από ασπρόρουχο.

Άσε πια το ονοματεπώνυμο, εκεί είναι το μεγάλο ρεζιλίκι. Ονούφριος Κοπραλατζάς. Ονοματεπώνυμο είναι αυτό αδερφάκι μου, ή γελοιογραφία!

Για να σε μετράνε για μάγκα στη σημερινή πιάτσα αδερφάκι μου, πρέπει κατά πρώτον να τα οικονομάς,( δεν έχει σημασία με ποιο τρόπο, αρκεί να τα οικονομάς).

Κατά δεύτερον, αυτά που οικονομάς, να τα σκορπάς. Να πίνεις ένα κουβά υγρά, να φουμάρεις μισό ζεμπίλι χόρτο , να μη σηκώνεις κουβέντες προσβλητικές, να ‘χεις ρίξει και δυο καντάρια ξύλο, να ‘χεις κάνει τους τσαμπουκάδες σου στα μαγαζιά, να ‘χεις μοιράσει δυο βαγόνια σφαλιάρες σε τίποτις ψόφιες που δεν βάζανε το χέρι στη κάλτσα τους για να σε ενισχύσουν οικονομικώς, να ‘χεις σπάσει στη σούρα σου απάνω όλα τα υαλικά του καφενέ, και να πεις «γουστάρισα και πλερώνω», να ‘χεις κάνει τις διανυκτερεύσεις σου στο κρατητήριο, να ‘χεις περάσει απ’ το χοντρό κάγκελο, να ‘ναι το ποινικό σου μητρώο ίσα με εφημερίδα, ( να το βλέπει ο ‘σαγγελέας και να λεει, «αυτό κόλλησε ανεμοβλογιά για να ‘χει τόσες βούλες», να ‘χεις μοστράρει κανά σουγιά έτσι προς υπενθύμιση σεβασμού από τους νεότερους, και γενικώς τέτοια καθώς πρέπει πράγματα.    

Αυτά σκεφτότανε ο Ονούφριος Κοπραλατζάς και σεκλετιζότανε σφόδρα καθότι δεν ήταν μάγκας αλλά πολύ το ήθελε να γίνει και δεν μπόραγε, και τέλος πάντων αποφάσισε ότι κάτι έπρεπε να παρουσιάσει κι΄ αυτός για να τον υπολογίζουν τα παιδιά του ταραφιού.

Τι να κάνει όμως;

Για καυγάδες, ούτε κουβέντα, καθότι κότα. Άσε που δεν πιάναν τα χέρια του για να το παίξει μπεχλιβάνης.

Να ρίξει καμιά σουγιαδιά έτσι στο ύπουλο σε κάποιον, υπήρχε περίπτωση να το κάνει, αλλά σκέφτηκε ότι μετά την ανάρρωση θα τον έδερνε πολύ ο σουγιαδιασμάνος κι’ έτσι το απέρριψε κι’ αυτό.

Ν’ αρχίσει να τα πίνει στα γεμάτα, άσε που χρειαζότανε παράδες, δεν το σήκωνε κι’ ο οργανισμός του. Με δυο ούζα άρχιζε τις ανοησίες, με δυο ντουμάνια τις ηλιθιότητες, με δυο ούζα και δυο ντουμάνια μαζί, έπεφτε κάτω. Πάει κι’ αυτό.

 Ν’ αρχίσει να τα παίρνει από γκόμενες; αυτό κι’ αν θέλει μαγκιά και μπεχλιβανίκι!

Έτσι εύκολα σ’  αφήνει ο άλλος  να του φας το μεροκάματο! Ποιο εύκολα παίρνεις κόκαλο από σκύλο παρά γυναίκα από νταβατζή

Να μπει σε κανά μαγαζί να τα σπάσει; πάλι θα τον δέρνανε μετά και θα γινότανε πιο ρεζίλης απ’ ότι ήτανε. Ν’ αρχίσει να πουλάει τίποτις χορτάρια, καλή ιδέα, αλλά που να τα βρίσκει; του Ονούφριου δεν του δίνανε να κρατήσει ούτε τζιβάνα, θα του εμπιστευότανε το εμπόρευμα!

Σκέφτηκε έτσι, σκέφτηκε αλλιώς, σκέφτηκε μπρούμυτα, σκέφτηκε ανάσκελα, ως που τελικά τον πήρε ο ύπνος.

Το πρωί που ξύπνησε με ξεθολωμένο μυαλό του ήρθε η ιδέα την ώρα που βρισκότανε στην τουαλέτα.

«Μόνο ένα μου μένει: να τα οικονομήσω. Άμα ματσοθώ κι’ αρχίσω τα κέρνα από ‘δω, και τα κέρνα από ‘κει, θα πέσω στο λακουβάκι με την εκτίμηση κι’ εγώ, καθότι θα σκεφτούνε ότι για να τα χαλάει αυτός πάει να πει ότι τα  ‘πιασε. Κληρονομιές και τέτοια μπουρμπούτζαλα δεν περίμενε, ένεκεν που είναι πιο μόνος κι’ απ’ την μοναξιά, περί εργασίας δεν γίνεται λόγος καθότι κοπρόσκυλο, για λαχεία και τα ρέστα αν συνέβαινε κάτι θα ακουγότανε, άσε που δεν έχει φράγκο για να αγοράσει μήτε οδοντογλυφίδα από δεύτερο χέρι και που να βρήκε τα μπικικίνια για λαχείο, άρα θα πούνε κάποιο κόλπο έκανε αυτός και φορτώθηκε οπότε ας του δώκουμε ολίγον από σημασία και να πάψουμε να του δίνουμε καρπαζιές μπας και ξεκαλιάσει κι’ ο σβέρκος του. Έτσι θα σκεφτούνε, σκέφτηκε ο Ονούφριος και το αποφάσισε».

Βγήκε απ’ τη τουαλέτα, και γενικώς το πρώτο βήμα έγινε. Και να ξέρεται ρε μάγκες κατά πως λένε και οι παραμορφούμενοι άνθρωποι ότι ‘’και το μεγαλύτερο ταξίδι αρχίζει από το πρώτο βήμα’’.    

Τώρα του ‘μενε να αποφασίσει, πως θα τα οικονομήσει.

Όχι πως είχε δηλαδή και πολλές επιλογές. Ο Ονούφριος μόνο με τρεις τρόπους μπορούσε να τα οικονομήσει. Ή με ληστεία, ή με κλοπή, ή με διάρρηξη. Φυσικά εδώ που τα λέμε είναι και οι μόνοι τρόποι που μπορούσε να τα ‘’πιάσει’’ γρήγορα, όπως δηλαδή ήθελε.

Η ληστεία του καθότανε κομματάκι βαριά καθότι δύσκολη στην εκτέλεσή της.

Μη μας αρχίσει κανάς πελάτης της τράπεζας σε τίποτις κλωτσιές, ή μας αρχίσει κανάς φύλακας στις μπιστολιές, και τότε τρεχάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος σας.

Η ληστεία θέλει τσαμπουκά, νεύρο, θάρρος και θράσος μεγάλο. Ή, απελπισία μεγάλη. Να σ’ έχουνε κάνει να πούμε, οι υποχρεώσεις να ‘χεις πιάσει πάτο. Να βλέπεις να πούμε κανά άρρωστο παιδί σου να πεθαίνει, και να μη έχεις να δώσεις φακελάκι σ’ αυτούς που δώσανε τον όρκο του Ιπποκράτη, αλλά έχουν χεσμένο και τον Ιπποκράτη και τον όρκο, αλλά και ‘σένα και το παιδί σου, και πάνω απ’ όλα τον ανθρώπινο πόνο και την ανθρώπινη ζωή, ή να σε κυνηγάνε τα κομάντα της εφορίας επειδή δεν είχες να τους τα χώσεις, ή να σου ‘χει κόψει η Δ.Ε.Η. το ηλεκτρικό επειδή στέλνουν ότι λογαριασμούς θέλουν ενώ τους δικούς τους τούς κάνουν γαργάρα (δεν τους φτάνει το μειωμένο τιμολόγιο), ή να σου έχει έρθει ο λογαριασμός του Ο.Τ.Ε. καμιά πεντακοσάρα επειδή πλακώνουν οι μάγκες της βάρδιας τα ροζ τηλέφωνα και τα χρεώνουν στους συνδρομητές, ή να μην έχεις για θέρμανση, και γενικώς να σου συμβαίνουν τέτοιες κατάρες της πολιτισμένης πια κοινωνίας.

Ο Ονούφριος σε απελπισία δεν είχε φτάσει επειδή δεν είχε υποχρεώσεις, καθότι κοπρόσκυλο. Δεν είχε όμως ούτε νεύρο, ούτε τσαμπουκά, ούτε θάρρος, αλλά ούτε και θράσος. Άσε που οι ληστείες θέλουνε και συνεργάτη. Και που να τον έβρισκε!

Ποιος ήταν αυτός που θα συνεργαζότανε με τον Ονούφριο για διάπραξη ληστείας;

Έτσι που ήτανε δεν συνεργαζότανε μαζί του άνθρωπος ούτε για να πουλάνε μαντολάτα στα γήπεδα, και θα συνεργαζότανε για ληστεία! Πριτς καλέ.

Κι’ έτσι λοιπόν του ‘μενε η διάρρηξη, ή η κλοπή, ή τέλος πάντων κάτι τέτοιο.

«Θα κάνω διάρρηξη, αποφάσισε. Πρέπει όμως να ‘ναι ένα κόλπο εύκολο, ακίνδυνο, και να ‘χει μπαγιόκο χοντρό. Καθότι, μπουκάρω, τα σεσουλιάζω, τα καβατζάρω, τραβάω λίγα – λίγα να πορεύομαι κατά πως πρέπει, κι’ αν τύχει και μ’ ανθιστούνε και μ’ αρπάξουν, βγάζω κάτι ψιλά στο κάγκελο, ξεμπουκάρω με εξοφλήθην στο αποφυλακιστήριο, έχω τη βούλα στο μητρώο, έχω τη μαγκιά, έχω και τα καβατζαρισμένα, κοτσάρω κι’ ένα παρατσούκλι, θα με παραδεχτούνε οι μάγκες, και ζω τέλος πάντων κι’ εγώ με εχτίμηση και σεβασμό στη πιάτσα.»

Που θα μπουκάρεις όμως για να τα αρπάξεις Ονούφριε; Σε σαράφικο, ή σε άλλο κατάστημα που ΄χει χοντρό μπαγιόκο;

Περνάνε οι σεκιουριτάδες, σε πλακώνουν στις σοπακιές, κι’ εσύ δεν τις αντέχεις.

Σε κανενός πλούσιου το τσαρδί; Αυτοί βγάζουν απ’ τους Αλβανούς ξύγκι, και θα τα ‘χουν έτσι πρόχειρα να τα βάζει χέρι ο κάθε Ονούφριος Κοπραλατζάς;  Αμ δε! 

Άλλού είναι το μυστικό. Να βρεις κάποιον που τα έχει στη ναφθαλίνη και τα λιβανίζει, χωρίς να πιστεύει κανείς ότι αυτός τα ‘χει, καθότι επειδή νομίζει ότι δεν ξέρει κανείς ότι τα ‘χει, δεν τα καλοφυλάει. Άσε που τέτοιοι τύποι γουστάρουν να τα ‘χουν σπίτι τους να τα βλέπουν, να τα αγγίζουν. Είναι το ηρεμιστικό τους,  το αγχολυτικό τους, ή ερωμένη τους, το ναρκωτικό τους, η χαρά, της άχαρης ζωής τους, το πάθος τους, η γυναίκα τους, τα παιδιά τους, η ευτυχία τους, ο λόγος της ύπαρξής τους, ο Θεός τους, το πιστεύω τους, τα πάντα τους.

Ποιοι είναι όμως αυτοί;

Αυτό ήταν το πρόβλημα.

Στου σαρανταυγά (είχε φαει κάποτε σαράντα αυγά μονοκαθησιά) το τσιπουράδικο, και ώρα μεσημβρινή, πήγε να πιει σελέμικο καφέ ο Ονούφριος. Τ’ αλάνια που ‘ταν μαζωμένα εκεί, είχαν φουμάρει τα χοντροτσίγαρά τους, και αργοπίνανε τα ούζα τους με μεζέ γαλέο σκορδαλιά. Μερακλαντάν πράματα δηλαδή.

Μόλις είδανε τον Ονούφριο τον κεράσανε ουζάκι σκέτο να το πιει όρθιος στο ψυγείο μόνο και μόνο να μη πα’ να κάτσει μαζί τους.

Έπινε το ουζάκι του ο Κοπραλατζάς, φουμάριζε και τσιγάρο σελέμη, και όλοι περνάγανε έξτρα πρίμα γκουτ, αλλά το μυαλό του Ονούφριου ήτανε αλλού.

Τ’ αλάνια τα λέγανε, πίναν ουζάκι, τσιμπούσαν μεζεδάκι, γελούσανε είτε λέγανε αστεία είτε όχι (λόγω μαστούρας), στρώσανε κι΄ ένα ακόμη τσιγάρο (είχανε ακούσει ότι το γέλιο μακραίνει τη ζωή), και ωχ τι ωραία που ‘ναι να ‘σαι αλάνι και να κάνεις αυτό που θέλεις χωρίς να νοιάζεσαι για το πρεστίζ σου, ή μη σου λερώσουν το μητρώο οι μπάτσοι μιας και το λέρωσες μόνος σου!

Δεν δώκανε του Ονούφριου ούτε τζούρα, και πες – πες γύρισε η κουβέντα περί γυναίκες να πούμε, καθότι πάντα εκεί γυρνάει η κουβέντα άμα και τα πίνουν οι άντρες μόνοι τους.

Και ξαναπές, και ξαναπές πήρε το λόγο ο Πάτροκλος ο τσιγαράς. Ένας καλός γεροντόμαγκας, και που το «τσιγαράς» τού το κολλήσανε, όχι επειδή φουμάριζε δυο τσέπες χόρτο στη καθισιά του, αλλά επειδή να πούμε στα νιάτα του ήτανε χρόνια μπόσις σε τσιγαράδικο.

>> Γυναίκες είναι σήμερις αυτές ρε μόρτες, ή ολίγον από φρόκαλα!

Άσε που έτσι που ντύνονται και κουρεύονται σήμερις, τις μπερδεύεις με λοκατζήδες που ‘ναι με τη στολή αγγαρείας κιόλας.

Οι γυναίκες ήτουνε γυναίκες ‘κείνα τα χρόνια.

>> Πες μας ρε τσιγαρά για τη Φροσάρα, ‘συ που τη πρόλαβες στα νιάτα της, του κάνει ο παλάντζας που κάθε μεσημέρι πήγαινε μια κάσα σαρδέλες στη Φροσάρα (γριά πλέον) για να ταίζει τις γάτες της.

>> Τι να σας πω ρε μάγκες, γύρισα όλο τον κόσμο με τα τσιγαράδικα, και γνώρισα γυναίκες από όλες τις ράτσες, αλλά γυναίκα σαν τη Φροσάρα δεν έχω ματαδή.    

Πουτάνα βέβαια, αλλά μόνο στο σώμα, δεν άφησε τη πουτανιά να περάσει στη ψυχή της.

Και πανέμορφη. Με το μαλί της ως τη μέση, με μεγάλα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια, με σαρκώδη χείλη, με δαχτυλιδάτη μέση, με τις στηθάρες της, με ατελείωτα πόδια, μ’ ένα τετραγωνικό μέτρο καπούλια, και όσοι δεν τη γνωρίσανε στα νιάτα της, και δεν περάσανε από το κρεβάτι της, δεν θα μάθουνε ποτέ τι σημαίνει έρωτας.

Όποιος πήρε τις πρώτες του βάσεις για τον μετέπειτα ερωτικό του βίο από την Φροσάρα, έγινε άντρας εκατό τις εκατό και μέγας εραστής.

Εκατοντάδες αγοράκια έκανε άντρες σωστούς. Και παιδί της πιάτσας, μαγκιόρα, κι’ αλανιάρα.

Με σεβασμό στα μπατίρια του ταραφιού, και ποτές ρουφιανιές.

Και ξύπνια. Καψουριλίκια δεν έτρωγε, νταβατζήδες στο κεφάλι της δεν έβαζε, εις γάμου κοινωνία δεν ήρθε ποτές, εξώγαμα δεν είχε, δουλευταρού ήτουνε, πάθος με τζόγο δεν είχε, τεκνατζού δεν ήτανε κι’ έτσι ότι κονόμαγε το μετέφραζε σε χρυσό και το πετούσε στο μπαούλο για αποθεματικό.

Προσγειωμένη γυναίκα. Σου λεει μέχρι πότε ρε κύριε θα περνάει η μπογιά μου; σε λίγα χρόνια θα μπαμπακιάσουν τα μαλλιά, θα σακουλιάσουν τα μάτια, θ’ αρχίσουν να κάνουν πλισέδες τα κρέατα, και τότε τι γίνεται; μάζευε τώρα να ‘χεις για τα στερνά σου.

Όχι πως ήτανε τσιγκούνα. Όχι. Τη γλένταγε τη ζωή της. Και το ντύσιμό της, και τα σοβατεπιά της, και τα μπον φιλέ της, και τις ψαρούκλες της, και τη σπιταρώνα της, και ότι τράβαγε η ψυχάρα της, καθότι ρε μάγκες η Φροσάρα είχε ψυχάρα να πούμε κι’ όχι μπουρμπούτζαλο.

Απλώς ήτανε έξυπνη και δεν τα χάλαγε χαβαλέ σαν κάτι ψωνάρες, κι’ έτσι μέχρι τα σαρανταπέντε της που δούλευε, θα ‘χε ρίξει στη κάσα και εκατό εκατομμύρια σε μέταλλο να πούμε. Από χρυσό δόντι μέχρι ωχρές τ’ Άι Γιώργη να πούμε, βοήθειά μας.

Αποχαρακτηρίστηκε όπως είπαμε στα σαρανταπέντε της, και πλακώθηκε στα ταξίδια. Γύρισε να πούμε ολάκερη τη γη μέχρι τα εξήντα της, και μόλις αρχίσανε κάτι αρθριτικά, κάτι ρευματικά, και κάτι γεροντόπονοι, γύρισε στη έδρα της, και άραξε στη σπιταρώνα της να πίνει τίλια και να αναπολεί όλα τα ωραία κι’ άσχημα που έζησε.

Τώρα βέβαια έχει πατημένα τα ογδόντα, γριά, φαφούτα, τσαλακωμένη, κι΄ ανήμπορη. Ζει μόνη της με μόνη συντροφιά ψυχή ζώσα καμιά τριανταριά γάτες. Αλλά από ‘δω και πέρα τα ξέρει καλύτερα ο παλάτζας που τη παγαίνει κάθε μέρα ψάρια για τις γάτες της. Πέστα ρε παλάτζα.

>>Τι να πω; τα ΄πες όλα και καλά μάλιστα.

Αυτά όλα τα άκουσε κι’ Ονούφριος, κι’ απ’ τη χαρά του ζήτησε και δεύτερο ούζο, αλλά του αρνηθήκανε, και όχι μόνο. Του είπανε δηλαδή και: «ένα και πολύ σου ήτανε, παλιομπατίρη».

Αυτό το δεύτερο ούζο που του αρνηθήκανε ήτανε η χαριστική βολή. Ήτανε αυτό που του πήρε όλες τις αναστολές για να βάλει σ’ εφαρμογή το μεγάλο κόλπο που σκεφτότανε. Αυτό που θα του έδινε οντότητα, αυτό που θα τον έκανε επώνυμο, αυτό που θα έκανε τους μάγκες του ταραφιού να τον υπολήπτονται. Μονολόγησε ένα: «κωλόπαιδα, έτσι ‘ξηγέσται! Θα σας δείξω εγώ ποιος είναι ο Ονούφριος Κοπραλατζάς και έφυγε. Όλο και θα ‘χει τίποτις χρυσό φυλαγμένο για τα γεράματα η παλιοτσουρόγρια, μονολογούσε στο δρόμο, ως που έφτασε σπίτι του, και άρχισε να το μελετάει σοβαρά».

Περάσανε μέρες πέντε, έκοψε και πέντε βόλτες στη γειτονιά, να κόψει τα κόζια, δεν ήταν πολυσύχναστη, αυτό τον βόλευε, «από ‘δω θα πάω, από ‘κει θα πάω, από ‘δω θα μπω, από ‘κει θα βγω, έτσι θα κάνω, αλλιώς θα κάνω, εκεί θα τα κρύψω, τη κατάλληλη νύχτα θέλω μόνο», και γενικώς αυτά σκεφτότανε περιμένοντας τη κατάλληλη νύχτα, ως που ήρθε.

Σκοτάδι μαύρο κι’ άραχνο, βροχή σαν συμπαγές τοίχος νερού, αστραπές, κεραυνοί, σαματάς, μια νύχτα μούρλια, νύχτα που ονειρεύονται οι διαρρήκτες όλης της οικουμένης, και ανάβουνε κερί στο άγιό τους, μέχρι λιτανεία δηλαδή, για τέτοια πίστη μιλάμε, και ουδείς είδε τον Ονούφριο που πήγαινε γλυφτά με το τοίχο.

Ένα κρακ, κι’ αυτό το άκουσε μόνο ο ίδιος, και το παράθυρο άνοιξε.

Με το που σαλτάρισε μέσα στη κουζίνα κλώτσησε ένα πιάτο απ’ αυτό που τρώγανε οι γάτες.

>> Άι σιχτίρ βρωμόγατες, έσκουξε η Φροσάρα απ’ το πάνω όροφο που μόλις πήρε και γλάρωνε το μάτι της απ’ τη γέρικη υπνηλία και βαρεμάρα, κι’ ο Ονούφριος σε λίγο θα γινόταν μάγκας.

Προχώρησε απ’ τη κουζίνα στη τραπεζαρία, έψαξε ένα γύρο και δεν είδε τίποτις το αξιόλογο. Μπήκε στο σαλόνι, κιαλάρισε κάτι συρταριέρες, κάτι κομότες, τις έκανε φύλο φτερό φράγκα γιοκ, τζοβαέρια γιοκ, μόνο κάτι μαχαιροπήρουνα βρήκε σ’ ένα συρτάρι αλλά ο Ονούφριος δεν μπόραγε να ξεχωρίσει τ’ ασπούρι απ’ το κανναβούρι, και θα καταλάβαινε αν τούτα ‘δω ήταν ασήμια γνήσια ή μάπες!

«Τέλος πάντων σκέφτηκε, άμα δε βρω τίποτις άλλο τα παίρνω στο φεύγα κι’ ότι βγούνε». Έψαξε και τα ρέστα δωμάτια, δεν βρήκε τίποτα, βλαστήμησε, κι ανηφόρισε για τα πάνω δωμάτια απ’ τη ξύλινη σκάλα, που τα τριξίματά της τα σκέπαζε το ροχαλητό της Φροσάρας.

Κάνει έτσι στο πρώτο δωμάτιο, δεν βρίσκει τίποτα, ψάχνει και τ’ άλλο, πάλι τίποτα, σαρώνει το τρίτο, τα ίδια, το παραδίπλα ήτανε αποθήκη, πάει και στο μπάνιο πέφτει πάλι στο λάκκο με το τίποτα, ρίχνει ένα κατούρημα επί τη ευκαιρία και βλαστημάει. «Το κέρατό μου. Λες η τσουρόγρια να τα μάσησε όλα με τίποτις τεκνά στα ταξίδια της και να μ’ αφήσει εμένα ρέστο;» λες και του τα χρώσταγε, ή τον είχε ψυχοπαίδι.

Έμεινε μόνο το υπνοδωμάτιο.

Τη κάνει σιγά – σιγά μέσα, σβήνει και το κλεφτοφάναρο καθότι του ΄φεγγε ένα καντήλι που ΄καιγε η Φροσάρα πιο πολύ για να ΄χει φως παρά για τις αμαρτίες της, κοζάρει από ‘δω, κοιτάει από ‘κει, και παίρνει μάτι ένα κασελάκι σκαλιστό πάνω στη κονσόλα δίπλα στο κρεβάτι. Τ’ ανοίγει και θαμπώνει το μάτι του. Τι δαχτυλίδια θες, τι βραχιόλια, τι αλυσίδες, τι κολιέ, τι μενταγιόν, τι καρφίτσες, και τι δεν είχε μέσα. Ίσα με δέκα κιλά χρυσό.

 Ένα κοσμηματοπωλείο μαζωμένο σε μια μπιζουτιέρα.

«Αμάν τη ψήσαμε».

Το τσακώνει παραμάσχαλα και γυρνάει να τη κάνει.

Στο γύρισμα ‘πάνω βλέπει στην άκρη του δωματίου σ’ ένα μπαούλο ‘πάνω ένα ίδιο κασελάκι. «Λες να ‘ναι κι’ αυτό γιομάτο;». Απληστία. Πάει τ’ ανοίγει κι’ εκείνο και ξαναθαμπώνει το μάτι του. Τίγκα στις ωχρές. Χρυσές λίρες να δούνε τα μάτια σου. Ίσα με πέντε χιλιάδες κομμάτια Αι Γιώργηδες παλιάς κοπής.

Μόλις βρήκε την ανάσα του το τσακώνει κι’ εκείνο και ‘κει που οπισθοχωρεί για να φύγει, ιδρωμένος πλούσιος και μάγκας, κλάνει η Φροσάρα δυνατά, τρομάζει ο Ονούφριος, κάνει ένα βήμα στο πλάι, σκοντάφτει στο εμαγιέ καθίκι της Φροσάρας, αναποδογυρίζει αυτό κάνοντας κι’ ένα διαολεμένο θόρυβο, γίνεται μούσκεμα το πόδι του, του πέφτουν κι’ οι ωχρές, ξυπνάει η Φροσάρα, βάζει τις φωνές, τραβάει και κάτω απ’ το μαξιλάρι ένα παλιό πεντάσφαιρο κολτ, το βλέπει ο Ονούφριος, τι να σκεφτεί την ώρα εκείνη, το γκαγκ ή τις ωχρές που χυθήκανε στο πάτωμα, σκέφτηκε τη ζωή του, και τρεχάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος σας.

Μέχρι να σηκωθεί η Φροσάρα βαριά σαν γέρικο μότορ σιπ που δεν μπορούν να το σπρώξουν οι μηχανές του πια, ο Ονούφριος έχει κατέβει τη σκάλα με τρία σάλτα, έχει περάσει απ’ το σαλόνι στη τραπεζαρία, από ‘κει στη κουζίνα, σαλτάρει απ’ το ανοιχτό παράθυρο, κι’ έγινε ένα με το σκοτάδι με τη μπιζουτιέρα παραμάσχαλα.

Με το που σαλτάρισε ο Ονούφριος από το παράθυρο σαλτάρισε κι’ η Φροσάρα απ’ το κεφαλόσκαλο ένεκα που σκόνταψε στο χαλί που ‘χε κάνει ζάρα απ’ το σάλτο του Ονούφριου.

Πρώτο έφτασε κάτω το παλιό πεντάσφαιρο κολτ (που δεν μάθαμε αν δούλευε, και αν ναι, αν ήταν γεμάτο), και μετά η Φροσάρα αφού κατέβηκε τη σκάλα με εικοσιδύο τούμπες. Κοπανάει και με τη κεφάλα της μια μαρμάρινη γλάστρα που ‘χε δίπλα στο πλατύσκαλο, δεν παθαίνει τίποτα η γλάστρα, αλλά η Φροσάρα δεν ξανασηκώθηκε.

Ο Ονούφριος πήγε στη ζούλα του παράχωσε τη μπιζουτιέρα, και τράβηξε για το τσαρδί του να στεγνώσει και να κάνει σχέδια για το μέλλον.

Ξημέρωσε ο καλός Θεός τη μέρα, μεσημέριασε κι’ ο παλάντζας όπως κάθε μέρα πήγε τη κάσα με τις σαρδέλες να κάνουν χλάπα χλούπα χλι οι μπασταρδόγατες της Φροσάρας.

 Χτυπάει, ξαναχτυπάει, βρε ματαξαναχτυπάει, αλλά απόκριση δεν παίρνει και φεύγει παραξενεμένος.

«Τόσα χρόνια η δουλειά γινότανε. Σήμερις τι έγινε να πούμε. Μπορεί ν’ αρρώστησε και να πήγε στο χοσπιτάλι. Άμα πέθαινε θα ‘χε κόσμο. Μας μείνανε κι’ οι σαρδέλες! Και τι τις κάνουμε τώρα! Άντε να τις πάμε στου σαρανταυγά να μαζωχτούνε και τ’ αλάνια να τις πιούμε ούζα.

Και πήγε ο άνθρωπος. Τι να έκανε, να τη πετούσε τη σαρδέλα!

Φάγανε τη μισή κάσα, ήπιανε και μια νταμιτζάνα ούζο, και ωχ τι ωραία που ‘ναι η ζωή άμα κι’ έχεις μεζέ τσάμπα και ούζο κερασμένο, καθότι το ούζο σαλτάρισε ο μαστακλάνης  απ’ το φεγγίτη στη διπλανή αποθήκη ποτών και το «δανείστηκε». Τον δε  σαρανταυγά που τους χρέωνε μόνο ψηστικά του αφήσανε την υπόλοιπη μισή κάσα σαρδέλες να τις πουλήσει για μεζέ και πατσίσανε.

Το άλλο μεσημέρι ξαναπήγε σαρδέλες στη Φροσάρα αλλά πάλι τα ίδια.

Άντε πάλι στου σαρανταυγά. Να κι’ άλλη «δανεική» νταμιτζάνα από την αποθήκη να και τ’ αλάνια πάλι με κάτι κεφάλια σαν πυρηνικές κεφαλές.

Τρίτο μεσημέρι ξανά τα ίδια. Ογδονταοχτώ φορές χτύπησε ο παλάντζας τη πόρτα της Φροσάρας, άλλες τόσες απάντηση δεν πήρε. Τσατίστηκε που του ‘μενε κάθε μέρα το εμπόρευμα, «καλά τα ούζα αλλά να βγάζουμε και το μεροκάματο», άντε πάλι στου σαρανταυγά τρώγανε σαρδέλες τ’ αλάνια και κάναν μιάου – μιάου από τη πείνα οι μπασταρδόγατες της Φροσάρας, καθότι καλοθρεμένες και μουργέλες είχαν χάσει εδώ και καιρό το κυνηγετικό ένστικτο και πώς να βρούνε τροφή μόνες τους. Εδώ είχανε γίνει φιλαράκια με τα ποντίκια του σπιτιού.

Τις άκουγε δυο τρεις μέρες μια γειτόνισσα, παραξενεύτηκε, πήγε χτύπησε τριανταδύο φορές, δεν πήρε απάντηση, πήγε την επομένη, χτύπησε εξηντατέσσερις φορές, δεν της άνοιξε τη πόρτα κανείς, ξανααπόρησε αλλά στο φεύγα της απάνω κάτι της μύρισε. «Καμιά γάτα θα ψόφησε» σου λεει, αλλά παίρνει και το εκατό τηλέφωνο καλού κακού.

Φτάνει το καρούμπαλο, λένε κάτι σου, μου, του, με τη γειτόνισσα, οι μπάτσοι, χτυπάνε τη πόρτα δεν παίρνουν απάντηση ούτε αυτοί, αν και μπάτσοι, και πάει ο ένας να κάνει γύρα το σπίτι.

Πάει από πίσω βλέπει ανοιχτό το παραθύρι, σκύβει μέσα, τον βαράει η μπόχα, «κάτι συμβαίνει εδώ» σκέφτηκε λόγω αστυνομικού δαιμονίου, σαλτάρει μέσα, κρατάει το μαντήλι στη μούρη, περνάει από τη κουζίνα στη τραπεζαρία, από ‘κει στο σαλόνι, και βλέπει τη Φροσάρα ξαπλωμένη στη μακαριότητα.

Φωνάζει τον συνάδελφό του, πάει να μπει κι’ εκείνος απ’ το παράθυρο, «έλα του λεει από μπροστά, θα σου ανοίξω τη πόρτα», του ανοίγει, βλέπει κι’ αυτός ότι είδε κι’ ο πρώτος, ψάχνουν όλα τα δωμάτια προσεκτικά να μη μετακινήσουν τίποτα, και βγαίνουν έξω με πενήντα λίρες έκαστος στη τσέπη.

Ειδοποιήσανε την ασφάλεια, ήρθανε οι μάγκες, να αποτυπώματα,  να φωτογραφίες, να ιατροδικαστές, ακαριαίος θάνατος από χτύπημα λόγω πτώσης το πόρισμα του ιατροδικαστή, εγκληματική ενέργεια το πόρισμα της ασφάλειας λόγω που ήταν παραβιασμένο το παράθυρο και οι ωχρές χύμα στο υπνοδωμάτιο, είχανε βρει και το κολτ, να και το ασθενοφόρο πήρε τη Φροσάρα, πήραν κι’ οι μπάτσοι από τριακόσιες λίρες ο ένας, λόγω που είναι της ασφάλειας αυτοί αλλά και επειδή δεν χωρούσαν οι τσέπες τους άλλες καθότι κρεμάσανε, αλλά ρίξανε και καμιά χιλιάδα κάτω απ’ το καναπέ να τις πάρουν δεύτερη δόση την επομένη που θα πηγαίνανε για να πάρουν δακτυλικά αποτυπώματα από περισσότερα σημεία.

Ο Ονούφριος τώρα μια και δεν ξέρει τίποτα περί Φροσάρας ότι δηλαδή πάει να συναντήσει τον βελζεβούλη, περάσανε και τρεις τέσσερις μέρες, δεν γράψανε οι εφημερίδες τίποτα περί διάρρηξη, «δεν έγινε καταγγελία» σου λεει, τσακώνει ένα στενάχωρο καράτια δεκαοχτώ γραμμάρια είκοσι, και πάει το σκοτώνει σ’ ένα σαράφικο ότι δήθεν είναι της γιαγιάς του, γιομίζει τη τσέπη του χιλιάρικα αλλά δεν τα χαλάει χοντρά καθότι σκέπτεται «μη μας ανθιστούνε κιόλας».

Οι μπάτσοι πάλι έχουν ξαμοληθεί να βρούνε το δράστη.

Βάζουν πρώτα χέρι τους σεσημασμένους, έχουν και καναδυό μέσα και τους κερνάνε «καφεδάκι», έχουν αμολήσει τους ρουφιάνους τους στη πιάτσα, γυρνάνε οι ίδιοι στα νυχτερινά μαγαζιά να δούνε ποιος τα χαλάει ενώ μέχρι προχθές δεν είχε μήτε δίδραχμο για σάμαλι, δεν βρίσκουν τορό, και ‘κει που ‘ναι έτοιμοι να ξαμοληθούν στους κλεφτακούμπες πάει και τους βρίσκει ένας σαράφης και τους ‘ ξηγιέται.

>> Διάβασα για τη Φροσάρα και λόγω που γνωρίζω κάτι ήρθα να το καταθέσω. (Μόνο όταν κλέβει ο ίδιος στα καράτια δεν το καταγγέλλει). Προ ημερών ήρθε κάποιος στο χρυσοχοείο και μου πούλησε ένα δαχτυλίδι, δήθεν ότι είναι ή ήταν της γιαγιάς του, δεν θυμάμαι ακριβώς. Κάτι μου θύμιζε όμως το δαχτυλίδι αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ καθότι τόσα χρόνια χρυσοχόος έχω φτιάξει και πουλήσει τόσα κοσμήματα που πλέον όλα μου φαίνονται ίδια. Όταν όμως διάβασα για τη Φροσάρα στην εφημερίδα, θυμήθηκα. Το είχα φτιάξει εγώ κατά παραγγελία της για την ίδια πριν τριάντα – τριανταπέντε χρόνια. Να αυτό εδώ είναι. Βλέπετε έχει και χαρακτηριστικό σκάλισμα. Ένα καράβι που βουλιάζει. Ίσως αυτός που το έφερε να έχει άμεση σχέση με την υπόθεση.

Τον βάλανε τον σαράφη τους περιέγραψε τον τύπο, του δώσανε ξεφύλλισε το πάνθεον, δεν βρήκε τη φάτσα του Ονούφριου μέσα, του παρελάσανε κι’ από μπροστά του σε δυο μέρες καμιά τριανταριά σεσημασμένους, δεν αναγνώρισε κανέναν, και πάνω που είχανε χαρεί οι μπάτσοι καθότι σου λένε «τώρα έχουμε μάρτυρα και στοιχεία, θ’ αναγνωρίσει τον δράστη θα τον αρπάξουμε και θα ησυχάσουμε», ξαναπέσανε στο λάκκο με το αδιέξοδο και κατάστρωσε σχέδιο ο διοικητής..

>> πάνε στο καλό και από αύριο θα ‘χω απέναντι από το μαγαζί σου δυο της ασφάλειας. Αν ξαναρθεί αυτός για να σκοτώσει κανά τζοβαέρι θα βγάλεις τα γυαλιά σου θα τα σκουπίσεις και δεν θα τα ξαναφορέσεις. Θα μπούνε οι δικοί μου και θα τον αρπάξουνε. Εντάξει;

>> Εντάξει.

>> Σίγουρα δεν είναι κάποιος από όσους είδες;

>> Σίγουρα.

>> Ωραία, από αύριο αρχίζουμε.

Ο Ονούφριος όμως έχει μάθει ότι η Φροσάρα πήγε εν τόπο χλοερό, και ότι οι μπάτσοι αλωνίζουν τη πιάτσα και του ‘χουν κοπεί τα πόδια και κάθε όρεξη για να γίνει μάγκας καθότι οι μπάτσοι δεν ψάχνουν για τον διαρρήκτη, αλλά για τον διαρρήκτη και δολοφόνο. «Τι γίνεται ρε γαμώ το κέρατό μου! Εγώ ζωντανή την άφησα την βρωμόγρια. Πως σκοτώθηκε! Λες να μπήκε κι’ άλλος!». Κάτι τέτοια σκεφτότανε και λούφαξε.

Περάσανε δυο μήνες, ο Ονούφριος δεν ξαναπήγε στο σαράφικο, βαρεθήκανε κι’ οι μπάτσοι κάθε μέρα στημένοι απέναντι να παίζουνε «φτου και βγαίνω», και το πράγμα άρχιζε να ψιλοξεχνιέται. Κόντευε να μπει και στο αρχείο δηλαδή. Για τέτοια αποτυχία μιλάμε.

Εσπέραν τινά πίνει κάτι ντούζικα ο Ονούφριος σ’ ένα σαντουιτσάδικο και μπαίνει ο σαράφης να πάρει κάτι βρωμοσάντουιτς για τα εγγόνια του. Κόβει τον δράστη  στη γωνία, κρατάει κρύο αίμα, πλερώνει φεύγει, και πάει ντογρού στο περίπτερο για τηλέφωνο. Σε λίγο μπουκάρουν στο σαντουιτσάδικο δυο τύποι που δεν θέλανε σάντουιτς κι’ από πίσω τους ο σαράφης.

>> Αυτός είναι. Και τους δείχνει τον Ονούφριο.

Τον σβερκώνουν και του ‘ξηγιούνται.

>> Σήκω και πάμε.

>> Που;

>> Μέχρι το τμήμα για καφεδάκι.

>> Ευχαριστώ αλλά πίνω ούζα. Που βρήκε τόσο θάρρος κι’ έκανε τον μάγκα δεν το ξέρουμε. Τα πόδια του όμως είχανε αρχίσει και τρέμανε.

>> Έλα που κάνεις και τον βαρύ. Σήκω και πάμε.

Και πήγανε.

Εκεί άρχισε το γνωστό παιχνίδι των ερωτήσεων.

>> Την έκανες;

>> Ποια;

>> Τη ζημιά στης Φροσάρας.

>> Δεν ξέρω τίποτα.

>> Αυτό δεν έχει σημασία. Αρκεί που ξέρουμε εμείς. Για λέγε λοιπόν.

>> Σας είπα. Δεν ξέρω τίποτα.

>> Και το δαχτυλίδι ρε τσόγλανε!

>> Ποιο δαχτυλίδι;

>> Αυτό ρε τσόλι.

>> Αυτό ήταν της γιαγιάς μου. Που το βρήκατε! Το πούλησα πριν κανά δυο μήνες για να δώσω κάτι βερεσέδια.

>> Ναι, αλλά ο σαράφης λεει άλλα.

>> Μπορεί να είναι τρελός. Αυτό ήταν της γιαγιάς μου.

>> Και που είναι η γιαγιά σου ρε φρόκαλο!

>> Στο πρώτο.

>> Γηροκομείο;

>> Όχι. Νεκροταφείο.

>> Και τι κάνει εκεί;

>> Παρέα στο παππού μου.

>> Καντηλανάφτης είναι;

>> Όχι.

>> Αλλά!

>> Μακαρίτης.

>> Κι’ η γιαγιά σου παει και κάνει παρέα στο μακαρίτη;

>> Πέθανε κι’ αυτή.

>> Πότε;

>> Πάνε τρία χρόνια.

>> Και γιατί δεν το λες τόση ώρα ρε σκουπίδι! Τέλος πάντων. Για πες μας τώρα για τη Φροσάρα. Πότε την έκανες, με ποιον την έκανες, και γιατί τη σκότωσες;

>> Δεν ξέρω τίποτα σας είπα.

>> Ααα εσύ πας να μας βγάλεις σκάρτους.

Πες – πες αγριέψανε τα πράγματα, πέσανε κι’ οι πρώτες ψιλές, να και κάτι χοντρές, να και κάτι σοπακιές μετά, αλλάζουν βάρδια στο οχτάωρο οι μπάτσοι πιάνουν τα σοπάκια τρεις ξεκούραστοι, και τον κάνουν τον Ονούφριο μπαλάκι του μπειζ μπωλ. Στο εξάωρο επάνω τους λεει.

>> Ναι την έκανα, αλλά τη γριά την άφησα ζωντανή.

>> Καλά – καλά. Μέχρι να τελειώσει κι’ η επόμενη βάρδια θα ‘χεις ομολογήσει κι’ άλλους πέντε φόνους, του λεει ο ένας και τον σηκώνει απ’ τα αυτιά.

>> Όσο και να βαράτε φόνο δεν ομολογώ επειδή φόνο δεν έκανα.

>> Έτσι λένε στην αρχή όλοι. Μετά αλλάζουν γνώμη. Πιάσε την τανάλια ρε συνάδελφε να του κάνουμε μανικιούρ και πεντικιούρ..

>> Θέλω να δω τον διοικητή, τους κάνει ο Ονούφριος μόλις άκουσε περί τανάλια.

>> Θα του τα πεις όλα;

>> Ναι.

>> Πάμε.

Τον πήγανε στο γραφείο του διοικητή σηκωτό καθότι δεν μπόραγε να περπατήσει απ’ τις πατημασιές που του δίνανε στα δάχτυλα των ποδιών, άσε που του ‘χαν φύγει και δυο νύχια, τον βλέπει ο διοικητής και του λεει.

>> Βρε καλώς τον. Τι έγινε, τι έπαθες;

>> Άμα σου πω την αλήθεια θα με πιστέψεις;

>> Όχι βέβαια.

>> Έπεσα από τις σκάλες.

>> Τώρα μάλιστα, σε πιστεύω. Βρε το καημένο το παλικάρι τι έπαθε. Καλά βρε αγόρι μου, πως; Δεν πρόσεχες όταν τις κατέβαινες;

>> Εγώ πρόσεχα. Άλλοι δεν προσέχαν και πέφτανε πάνω μου.

>> Συγκεντρώσουουου. Δεν φαντάζομαι να υπαινίσσεσαι κάτι.

>> Όχι. όχι.

>> Μπράβο. Να πω να σου φέρουν ένα καφεδάκι;

>> Όχι, όχι. Και χθες το απόγευμα οι άντρες σου για καφεδάκι με φέρανε και να το αποτέλεσμα.

>> Δεν θα ήσουνα ως φαίνεται συνεργάσιμος.

>> Εγώ ήμουνα, αυτοί θέλανε να ομολογήσω και φόνο.

>> Δηλαδή δεν τη σκότωσες τη Φροσάρα;

>> Όχι. Την έκανα τη μπούκα, εντάξει. Μπήκα από το παράθυρο, και αφού έψαξα όλο το κάτω σπίτι και δεν βρήκα τίποτα, ανέβηκα επάνω. Άφησα τελευταίο το υπνοδωμάτιο. Εκεί σ’ ένα συρτάρι βρήκα μια χούφτα κοσμήματα. Τα πήρα και όπως έφευγα είδα και το κασελάκι με τις λίρες. Το πήρα κι’ αυτό και την ώρα εκείνη κάπου σκόνταψα, ξύπνησε η γριά από το θόρυβο, και τράβηξε πιστόλι. Φεύγοντας άρον – άρον μου πέσανε κι’ οι λίρες. Κατέβηκα πηδώντας τις σκάλες, και βγήκα από ‘κει που μπήκα. Αυτά είναι όλα.

>> Δηλαδή δεν έσπρωξες τη γριά απ’ τις σκάλες;

>> Όχι.

>> Ωραία. Και τα υπόλοιπα κοσμήματα που είναι; το δαχτυλίδι που πούλησες είναι εδώ. Τα άλλα;

>> Τα ‘δωσα σ’ ένα φορτηγατζή.

>> Σε ποιον;

>> Αθηναίος ήτανε. Ούτε που τον ξέρω. Τον γνώρισα μια μέρα σ’ ένα ουζάδικο. Δεν είχε τραπέζι άδειο κι’ έκατσε στο δικό μου να πει ένα ούζο. Πιάσαμε κουβέντα, και στα ούζα επάνω τού είπα αν ενδιαφέρεται να αγοράσει μια αλυσίδα που ‘χα μαζί μου. Την είδε ήπιαμε και κάτι ούζα ακόμη, και μου είπε ότι αν έχω κι’ άλλα τα παίρνει. Και του τα ‘δωσα όλα. Όχι ότι ήτανε και πολλά. Μια χούφτα πράμα. Από τότε δεν τον ξαναείδα.

>> Καλά αυτά. Για πες μας τώρα πως έσπρωξες τη Φροσάρα από τις σκάλες.

>> Δεν την έσπρωξα σου είπα. Όταν έφυγα τρέχοντας εγώ, αυτή ακόμα σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι με το πιστόλι στο χέρι.

>> Ονούφριε πέστα μου γιατί θα πω να σου κάνουν φάλαγκο και θα ομολογήσεις και το φόνο της Φροσάρας αλλά και όσες υποθέσεις έχω ανοιχτές.

>> Δεν τη σκότωσα σου λεω.

>> Θα σε βάλω στο τσουβάλι με τις γάτες.

>> Και στους κροκόδειλους να με πετάξεις εγώ τη γριά την άφησα ζωντανή.

Τον βαράγανε δυο τρεις μέρες ακόμα, του βάλανε βρασμένα αυγά στις μασχάλες, του βάλανε καρφιτσάκια στα νύχια, του σφίξανε τα κιρκιλίκια του με πένσα, σβήσανε τριανταπέντε κάμελ και εικοσιοχτώ μάρλμπορο στο λαιμό του, του τρίψανε το κάτω κεφάλι με γυαλόχαρτο νούμερο ογδόντα, τον κρεμάσανε από τα πόδια, τον κρεμάσανε από τα αυτιά, τον κρεμάσανε από το παράθυρο προς τον ακάλυπτο με την απειλή να τον αμολήσουν και να πούνε κατόπιν ότι πήδηξε μόνος του και αυτοκτόνησε λόγω τύψεων, αλλά ο Ονούφριος φόνο δεν ομολογούσε, ως που ένα όργανο έριξε την ιδέα.

>> Τι καθόμαστε και κουραζόμαστε ορέ συνάδελφοι μ’ αυτό το κάθαρμα. Του φορτώνουμε το φόνο έτσι χωρίς να ομολογήσει κι’ ας βρούνε άκρη οι εισαγγελείς κι’ οι ανακριτές.

(Άμα είναι έτσι ρε ντερβίσια τι τον κερνούσατε καφεδάκι τον άνθρωπο τόσες μέρες!

Τώρα θα μου πείτε βέβαια ότι άνθρωποι είστε κι’ εσείς, κι’ έχετε ως άνθρωποι τέλος πάντων και απωθημένα αλλά και βίτσια. Και πάνω απ’ όλα, εξουσία.

(Αν θες να δεις τον Έλληνα να παίρνει ο νους του αέρα κάντον αγροφύλακα έστω και μία μέρα. Αυτό ήταν παρένθεση. Άσχετο).

Τον στείλανε στον ανακριτή, αυτός στον εισαγγελέα, αυτός του κοτσάρησε «διάρρηξη μετά φόνου εξ’ αμελείας», και τον έστειλε να βγάλει προφυλάκιση.

 Έτρωγε στη φυλακή ο Ονούφριος κάθε Κυριακή βου με κριθαράκι, έπινε τελβέδες, φουμάριζε τσιγάρο τρία άλφα μι και κάπα, και συναναστρεφόταν με λογής – λογής χρήσιμο κόσμο. Απατεώνες, φονιάδες, μαστροπούς, νταβατζήδες, ριφιφίδες, πορτοφολάδες, πρεζόνια, εμπόρους, κλεφτακούμπες, και άλλους πολλούς ευυπόληπτους κρατούμενους της φυλακής, ως που περάσανε μήνες εφτά κι’ έκατσε στο σκαμνί διά να αποφανθεί η δικαιοσύνη διά τη τύχη του.

Το δικαστήριο του όρισε ένα συνήγορο που βαριότανε καθότι θα δούλευε τσάμπα, αλλά και ούτε που τον ένοιαζε – σαν δικηγόρος που ήτανε -   αν του ρίχνανε του Ονούφριου πέντε σφαλιάρες ή πέντε φορές εις θάνατον, πήγανε οι μπάτσοι, πήγε ο σαράφης που αναγνώρισε το δαχτυλίδι μετά από τριανταπέντε χρόνια, «άκου γκαντεμιά», αναγνώρισε κι’ ο πρόεδρος το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και του κοπανήσανε δυο χρόνους για τη διάρρηξη, και πέντε χρόνους για φόνο εξ’ αμελείας. Έφεση δεν έκανε, ο δικηγόρος του είπε «λυπούμε πολύ», -δεν θα καθότανε αυτός μέσα-, λύεται η συνεδρίαση επιτέλους, πήγανε όλοι για ούζα, κι’ ο Ονούφριος πήγε ξανά στη φυλάκα και άραξε ως να περάσουν τα έτη.

Έμαθε να κάνει και κάτι ψευτοεργόχειρα για να χαρτζιλικώνεται, τον βάλανε και βοηθό μάγειρα, να γράφεται η μία μέρα για δύο, και να τρωει φέτα στη ζούλα, γνώρισε και τη μαγκιά απ’ τη καλή της, μες στη καρδιά της δηλαδή, του κολλήσανε και παρατσούκλι, έγινε δηλαδή από Ονούφριος «σαράφης», καθότι έλεγε συνέχεια, «αυτός ο σαράφης που γνώρισε το δαχτυλίδι μ’ έφαγε», και γενικώς ο Ονούφριος έκανε το όνειρό του πραγματικότητα.  «Ωραίο πράγμα να ‘σαι μάγκας» σκεφτότανε.

Δεν είναι και λίγο από ‘κει που ‘σαι τσόλι και δεν σου δίνει σημασία κανείς μέσα στη πιάτσα, να βρεθείς μ’ ένα ζεμπίλι χρόνια στη πλάτη, με παρατσούκλι, να παίζεις ντόμινο με αναγνωρισμένους μάγκες, -ασχέτως αν χάνεις πάντα. Μη τα θέλουμε κι’ όλα δικά μας-, και γενικώς να σε υπολογίζουνε για τακίμι τους τ’ αλάνια.

Ξύπνησε το μυαλό του νυν Ονούφριου και αεί «σαράφη» μες στο μεγάλο σχολείο της μαγκιάς, ως που στους τέσσερις χρόνους απάνω νάτος ο Ονούφριος Κοπραλατζάς ή σαράφης να παίρνει φύλο πορείας για κοινωνία και να ξεμπουκάρει με δυο καντάρια μαγκιά, και εξυπνάδα.

Τ’ αλάνια στη πιάτσα του δίνανε πλέον φιλικό χτύπημα στη πλάτη και όχι καρπαζιά στο σβέρκο και τον είχανε σε μεγάλη εκτίμηση, αλλά ο Ονούφριος ούτε που ήθελε πλέον να ‘χει σχέση με τους μάγκες της πιάτσας.

Όλη η ιστορία έγινε για να τον αποδεχτούνε αυτοί οι μάγκες, και τώρα που του ανοίξανε τις αγκαλιές τους, δεν τους γουστάριζε αυτός.

Έπιασε δουλειά σε πλυντήριο αυτοκινήτων, τον παρακολουθούσε η ασφάλεια οχτώ – δέκα μήνες, είδανε ότι δεν στραβοπάταγε ο Ονούφριος, βαρεθήκανε και τον αφήσανε ήσυχο.

Στον ενάμιση χρόνο απάνω μετά την αποφυλάκισή του ο Ονούφριος μια βροχερή νύχτα πήγε κάπου, έσκαψε, πήρε τη μπιζουτιέρα της Φροσάρας, και χάθηκε.

Δεν τον ξαναείδε κανείς απ’ τους γνωστούς.

Ο Ονούφριος πήγε στη Λάρισα, βρήκε ένα κλεφτακούμπα που τον είχε γνωρίσει στις φυλακές, έδωκε τα τζοβαέρια, πήρε τη χαρτούρα και ξαναχάθηκε.

Κάτι φήμες λένε ότι ζει στην Αθήνα χαμένος μέσα στην ανωνυμία του πλήθους.

Κάτι άλλες λένε ότι παντρεύτηκε στη Καλαμάτα κι’ έχει ουζάδικο.

Κάτι άλλες λένε ότι έφυγε κατά Βραζιλία.

Δεν βρίσκεις όμως άκρη με κορόιδο που ξύπνησε και κατάλαβε ότι όποιος θέλει να ‘ναι μάγκας για τους άλλους είναι κορόιδο, και μάγκας είναι αυτός που είναι μάγκας για τη πάρτη του και δεν ξέρει κανείς τι κάνει και πως το ‘κονομάει, κι’ άμα γουστάρεις να σπας μύτες, να κάνεις τσαμπουκάδες, και να τη φουντώνεις μες στα ουζάδικα για να σου λένε οι πιτσιρήδες μάγκα, και να σου χαλάνε οι μπάτσοι κάθε τρεις και λίγο την ησυχία σου, είσαι κοροϊδάρα ξεγυρισμένη και βάλε δυο ρέγκες να σε κλαινε και άσε τους πραγματικούς μάγκες να τις τρωνε για μεζέ και να γουστάρουν.

Μάγκας να ‘σαι για πάρτη σου κι’ όχι για τα μάτια των άλλων.

 

 

Δεν έχω να προσθέσω τι, και γράμματα γνωρίζω. 


Χρήστος Καλογήρου

Καβάλα

This free website was made using Yola.

No HTML skills required. Build your website in minutes.

Go to www.yola.com and sign up today!

Make a free website with Yola